- εξομώνω
- μετ. отрекаться, отступиться от веры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξομόνω — και εξομώνω αρνούμαι με όρκο τη θρησκεία μου και προσχωρώ σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομώνω (< ρίζα ομ τού όμνυμι «ορκίζομαι»)] … Dictionary of Greek